γιγαντούμαι

γιγαντούμαι
βλ. γιγαντώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γιγαντώνω — 1. δυναμώνω κάτι, τό κάνω γιγάντιο 2. μέσ. γιγαντώνομαι και γιγαντούμαι γίνομαι γιγάντειος, αποκτώ μεγάλο σθένος («γιγαντώθηκε ο πόθος τής λευτεριάς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”